Η Φωνή Της Σιωπής

Ελένη Γκουντελίτσα _Τμήμα Δέος 

Βασιλική Παπαγεωργίου _ Τμήμα Δεος

Παρασκευάς Βιδάκης _ Τμήμα Λοχρή 

Το εικαστικό έργο με τίτλο “Η Φωνή της Σιωπής” δημιουργήθηκε στο πλαίσιο πανεπιστημιακής εργασίας από την ομάδα των φοιτητριών Ελένη Γκουντελίτσα, Βασιλική Παπαγεωργίου και Παρασκευάς Βιδάκης , του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής και της Εκπαίδευσης. Το έργο έχει στόχο να αποτυπώσει εικαστικά και συμβολικά το βίωμα της ενδοοικογενειακής βίας, να αναδείξει τη σιωπή ως βασικό στοιχείο καταπίεσης και να δώσει φωνή σε όσες και όσους δεν μίλησαν ποτέ.

Η σύνθεση του πίνακα βασίζεται σε μια έντονη αντιπαράθεση συμβόλων, χρωμάτων, λέξεων και μορφών. Κεντρική θέση έχουν οι λέξεις STOP, HOPE και HELP, οι οποίες διατρέχουν κάθετα το έργο και λειτουργούν ως οπτικά σημεία ερμηνευτικής καθοδήγησης. Το κόκκινο “STOP” λειτουργεί ως κραυγή καταγγελίας και απόρριψης της βίας. Η λέξη “HOPE”, χρυσαφένια και φωτεινή, τοποθετείται στο μέσο του πίνακα, ανάμεσα σε δύο γυναικείες φιγούρες με φτερά, εκπροσωπώντας την ελπίδα που παραμένει ακόμη και μέσα στο σκοτάδι. Το “HELP”, στο κάτω μέρος, συνοδεύεται από εικόνες που ενισχύουν την ανάγκη για παρέμβαση: το κερί, το χέρι με την καρδιά και τη σκιά της γυναίκας που ικετεύει σιωπηλά.

Οι μορφές στο έργο περιλαμβάνουν γυναίκες και παιδιά-θύματα, φιγούρες με καλυμμένα πρόσωπα, αγγελικά φτερά και στάσεις παράδοσης ή αντίστασης. Οι κεραυνοί και η αλυσίδα που διατρέχουν το έργο συμβολίζουν το ξαφνικό τραύμα και τη συνεχή καταπίεση. Δεξιά, το πρόσωπο μιας γυναίκας με μάτια δεμένα με αιμάτινο ύφασμα παραπέμπει στη Δικαιοσύνη, όχι ως σύμβολο ουδετερότητας, αλλά ως τραυματισμένη και αδρανής κοινωνική δύναμη.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη χρήση χρωμάτων: κόκκινο για την οδύνη και τον κίνδυνο, μαύρο και γκρι για την ψυχική καταστολή, λευκό και χρυσό για τη λύτρωση και τη δυνατότητα ελπίδας. Τα λουλούδια σε αντίθετα άκρα της εικόνας δηλώνουν πως, ακόμα και μέσα στον πόνο, η ζωή και η ευαισθησία δεν σβήνουν.

Το έργο “Η Φωνή της Σιωπής” δεν επιχειρεί μόνο να αναπαραστήσει την ενδοοικογενειακή βία. Καλεί τον θεατή να νιώσει, να σκεφτεί και να δράσει. Αφήνει χώρο για πολλαπλές ερμηνείες: η σιωπή δεν είναι απλώς απουσία φωνής, είναι μια βίαιη μορφή παρουσίας. Όπως επισημαίνει ο Berger (1972), «ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε τα πράγματα επηρεάζεται από αυτά που γνωρίζουμε ή πιστεύουμε» – και έτσι, το έργο λειτουργεί όχι μόνο ως αναπαράσταση, αλλά και ως πρόσκληση να ξαναδούμε την κοινωνική πραγματικότητα μέσα από τα μάτια των σιωπηλών θυμάτων. Με την ένταση των μορφών, τη δραματική χρωματική παλέτα και τη στρατηγική θέση των λέξεων, το έργο μετατρέπεται σε οπτική μαρτυρία· σε μια καλλιτεχνική καταγγελία που δεν σιωπά.